ἀπραξία

ἀπραξία
ἀπραξία, ,
A non-action, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E.Or.426;

οὐδεμίαν . . πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c

.
2 rest from business, leisure, Men.633: in pl., = Lat. justitium, Plu.Sull.8.
II want of success,

κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188

.
2 in pl., futilities, Phld.Rh.1.38S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπραξία — ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc/acc dual ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίᾳ — ἀπραξίαι , ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • απραξία — η αργία, αδράνεια, έλλειψη εμπορικής κίνησης: Μεγάλη απραξία στην αγορά τις μέρες αυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπραξίας — ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem acc pl ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαι — ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαν — ἀπραξίᾱν , ἀπραξία non action fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξιῶν — ἀπραξία non action fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαις — ἀπραξία non action fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”